- σύροντας
- σύ̱ροντας , σύρωdrawpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαγράφω — (AM διαγράφω) 1. σχεδιάζω, αναπαριστώ με γραμμές 2. εκθέτω συνοπτικά 3. σύροντας γραμμή πάνω σε γραμμένη λέξη, τήν απαλείφω, τήν εξαλείφω αρχ. 1. περιγράφω 2. φρ. (για δικαστές), «διαγράφω δίκην» απαλείφω δίκη από τον κατάλογο 3. (για διαδίκους)… … Dictionary of Greek
μηχανότρατα — η ναυτ. μηχανοκίνητο αλιευτικό σκάφος το οποίο αλιεύει σύροντας δίχτια στον βυθό τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + τράτα] … Dictionary of Greek
συρομένως — Α επίρρ. σύροντας ή τραβώντας με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρόμενος, μτχ. ενεστ. τού σύρομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική … Dictionary of Greek